pew$59816$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

pew$59816$ - translation to ελληνικό

LONG BENCH SEAT OR ENCLOSED BOX, USED FOR SEATING MEMBERS OF AN AUDIENCE
PEW; Pews; Pew Dispute; Pew rent; Free and open church; Free and Open Church Association; Pew rents; Pew-rent system; Pew system; Pew dispute; Rented pews; Pew rental; Pew rentals; Bench end; Church pew
  • Sapperton]], [[Gloucestershire]], [[England]]
  • Box pew in St Martin's church, [[Thompson, Norfolk]]
  • The interior of a church in Gotland, Sweden (19th century)
  • Traditional solid oak church pews
  • King's Norton]], Leicestershire
  • "Churches as they were, and as they will be", illustration of church pews from ''Milford Malvoisin, or Pews and Pewholders'' (1842), by [[Francis Edward Paget]]
  • Detail of pew 42, [[Old Ship Church]], [[Hingham, Massachusetts]], United States

pew      
n. στασίδιο, στασίδι, θρανίο εκκλησίας

Ορισμός

pew
¦ noun a long bench with a back, placed in rows in churches for the congregation.
?Brit. informal a seat.
Origin
ME (orig. a raised, enclosed place for particular worshippers): from OFr. puye 'balcony', from L. podia, plural of podium 'elevated place'.

Βικιπαίδεια

Pew

A pew () is a long bench seat or enclosed box, used for seating members of a congregation or choir in a church, synagogue or sometimes a courtroom. Occasionally, they are also found in live performance venues (such as the Ryman Auditorium in Nashville, which was formerly a church).